↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσταλτικότητα οι συσταλτικότητες
      γενική της συσταλτικότητας των συσταλτικοτήτων
    αιτιατική τη συσταλτικότητα τις συσταλτικότητες
     κλητική συσταλτικότητα συσταλτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσταλτικότητα < συσταλτικός + -ότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συσταλτικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συσταλτικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)