Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστελλόμενος η αποστελλόμενη το αποστελλόμενο
      γενική του αποστελλόμενου της αποστελλόμενης του αποστελλόμενου
    αιτιατική τον αποστελλόμενο την αποστελλόμενη το αποστελλόμενο
     κλητική αποστελλόμενε αποστελλόμενη αποστελλόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστελλόμενοι οι αποστελλόμενες τα αποστελλόμενα
      γενική των αποστελλόμενων των αποστελλόμενων των αποστελλόμενων
    αιτιατική τους αποστελλόμενους τις αποστελλόμενες τα αποστελλόμενα
     κλητική αποστελλόμενοι αποστελλόμενες αποστελλόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αποστελλόμενος




  Μεταφράσεις επεξεργασία