Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποστελλόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποστελλόμεν
ος
η
αποστελλόμεν
η
το
αποστελλόμεν
ο
γενική
του
αποστελλόμεν
ου
της
αποστελλόμεν
ης
του
αποστελλόμεν
ου
αιτιατική
τον
αποστελλόμεν
ο
την
αποστελλόμεν
η
το
αποστελλόμεν
ο
κλητική
αποστελλόμεν
ε
αποστελλόμεν
η
αποστελλόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποστελλόμεν
οι
οι
αποστελλόμεν
ες
τα
αποστελλόμεν
α
γενική
των
αποστελλόμεν
ων
των
αποστελλόμεν
ων
των
αποστελλόμεν
ων
αιτιατική
τους
αποστελλόμεν
ους
τις
αποστελλόμεν
ες
τα
αποστελλόμεν
α
κλητική
αποστελλόμεν
οι
αποστελλόμεν
ες
αποστελλόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποστελλόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
αποστέλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποστελλόμενος
αγγλικά
:
being
sent
(en)