↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατοίκησῐς αἱ κατοικήσεις
      γενική τῆς κατοικήσεως τῶν κατοικήσεων
      δοτική τῇ κατοικήσει ταῖς κατοικήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατοίκησῐν τὰς κατοικήσεις
     κλητική ! κατοίκησῐ κατοικήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατοικήσει
γεν-δοτ τοῖν  κατοικησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατοίκησις < κατοικέω, κατοικη- + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατοίκηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατοίκησις θηλυκό

  1. η κατοίκηση, διαμονή
  2. η κατοικία
  3. κατοικημένη περιοχή

Συγγενικά

επεξεργασία