κατοικήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατοικήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοικώ
- θα κατοικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοικώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακατοικήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατοίκηση