διοικίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
διοικίζω
- διαιρώ, διαχωρίζω συνοικισμούς και χωριά
- διασκορπίζω κατοίκους από έναν ενιαίο χώρο-πόλη σε διάφορα σημεία
- διώχνω, χωρίζω ανθρώπους
Συγγενικά επεξεργασία
- διοίκισις (μετακίνηση)
- διοικισμός (το να ζει κάποιος χωριστά)