Ετυμολογία

επεξεργασία
διοικίζω < διά + οἰκίζω

διοικίζω

  1. διαιρώ, διαχωρίζω συνοικισμούς και χωριά
  2. διασκορπίζω κατοίκους από έναν ενιαίο χώρο-πόλη σε διάφορα σημεία
  3. διώχνω, χωρίζω ανθρώπους


Συγγενικά

επεξεργασία