Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰσοικίζω < εἰς + οἰκίζω

εἰσοικίζω

  1. φέρνω κάποιον να κατοικήσει κάπου ή να εγκατασταθεί ως έποικος ή άποικος
  2. νιώθω σαν στο σπίτι μου
  3. παίρνω γυναίκα στο σπίτι μου, ίσως και την παντρεύομαι
  4. επιτρέπω να μπει κάποιος ή κάτι κάπου (π.χ. η ευγένεια, η καλοσύνη ή το κακό)