εἰσοικίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεἰσοικίζω
- φέρνω κάποιον να κατοικήσει κάπου ή να εγκατασταθεί ως έποικος ή άποικος
- νιώθω σαν στο σπίτι μου
- παίρνω γυναίκα στο σπίτι μου, ίσως και την παντρεύομαι
- επιτρέπω να μπει κάποιος ή κάτι κάπου (π.χ. η ευγένεια, η καλοσύνη ή το κακό)