Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -οικος οι -οικοι
      γενική του/της
του
-οίκου
-οικου
των -οίκων
    αιτιατική τον/τη(ν) -οικο τους/τις
τους
-οίκους
-οικους
     κλητική -οικε -οικοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-οικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -οικος → δείτε τις λέξεις οίκος και οἶκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -οι‐κος

  Επίθημα επεξεργασία

-οικος αρσενικό ή θηλυκό

  • δεύτερο συνθετικό σύνθετων ουσιαστικών, συνήθως κοινού γένους, που δηλώνει ότι κάποιος ζει με τον τρόπο που ορίζει το πρώτο συνθετικό
  • άποικος

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-οικος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -οικος → δείτε τη λέξη οἶκος

  Επίθημα επεξεργασία

-οικος

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -οικος τὸ -οικον
      γενική τοῦ/τῆς -οίκου τοῦ -οίκου
      δοτική τῷ/τῇ -οίκ τῷ -οίκ
    αιτιατική τὸν/τὴν -οικον τὸ -οικον
     κλητική ! -οικε -οικον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -οικοι τὰ -οικ
      γενική τῶν -οίκων τῶν -οίκων
      δοτική τοῖς/ταῖς -οίκοις τοῖς -οίκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -οίκους τὰ -οικ
     κλητική ! -οικοι -οικ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -οίκω τὼ -οίκω
      γεν-δοτ τοῖν -οίκοιν τοῖν -οίκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-οικος < οἶκος

  Επίθημα επεξεργασία

-οικος, -ος, -ον

Σύνθετα επεξεργασία