ἔποικος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔποικος | τὸ | ἔποικον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐποίκου | τοῦ | ἐποίκου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐποίκῳ | τῷ | ἐποίκῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔποικον | τὸ | ἔποικον | ||
κλητική ὦ! | ἔποικε | ἔποικον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔποικοι | τὰ | ἔποικᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐποίκων | τῶν | ἐποίκων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐποίκοις | τοῖς | ἐποίκοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐποίκους | τὰ | ἔποικᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἔποικοι | ἔποικᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐποίκω | τὼ | ἐποίκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐποίκοιν | τοῖν | ἐποίκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔποικος < ἔπ- + -οικος
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Επίθετο
επεξεργασίαἔποικος, -ος, -ον
- έποικος, που εγκαθίσταται σε τόπο που ήδη υπάρχουν εγκατεστημένοι άλλοι
- που στέλνεται σαν μετανάστης
- που είναι γείτονας
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἔποικος αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἔποικος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔποικος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.