Δείτε επίσης: έποικος, ἔποικτος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔποικος τὸ ἔποικον
      γενική τοῦ/τῆς ἐποίκου τοῦ ἐποίκου
      δοτική τῷ/τῇ ἐποίκ τῷ ἐποίκ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔποικον τὸ ἔποικον
     κλητική ! ἔποικε ἔποικον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔποικοι τὰ ἔποικ
      γενική τῶν ἐποίκων τῶν ἐποίκων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐποίκοις τοῖς ἐποίκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐποίκους τὰ ἔποικ
     κλητική ! ἔποικοι ἔποικ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐποίκω τὼ ἐποίκω
      γεν-δοτ τοῖν ἐποίκοιν τοῖν ἐποίκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔποικος < ἔπ- + -οικος
Και ουσιαστικοποιημένο.

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔποικος, -ος, -ον

  1. έποικος, που εγκαθίσταται σε τόπο που ήδη υπάρχουν εγκατεστημένοι άλλοι
  2. που στέλνεται σαν μετανάστης
  3. που είναι γείτονας

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔποικος αρσενικό ή θηλυκό