ἔποικα
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔποικα < ἐποίκα, πιθανόν από τον πληθυντικό ἐποίκετε: τύπος του αόριστου ἐποίησα με κατάληξη -κα, με επίδραση του παρακειμένου (→ δείτε πεποίηκα: έχω ποιήσει, έχω κάνει)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαἔποικα
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου (ἐποίησα) του ποιῶ: ποίησα, έκανα
- → δείτε παράθεμα στο γ΄ πρόσωπο ενικού: ἔποικεν
Άλλες μορφές
επεξεργασίααόριστοι με -κα:
- ἐποίκα > εποίκα στα ποντιακά και στα κυπριακά
- ἐποίηκα > εποίηκα στα κυπριακά
- 'μποικα > και στα καππαδοκικά
- ἐμποίκα > εμποίκα στα τσακωνικά (ρήμα ποίου
→ και δείτε τον αόριστο ἐποίησα για περισσότερους τύπους
Παράγωγα
επεξεργασία- από τον αόριστο με -κα, και τύπος ενεστώτα με -κω: ποίκω
Πηγές
επεξεργασία- σελ.92 Τόμος 17 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.