επικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
επικά
- με επικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επικός
Δείτε επίσης : ἔποικα |
επικά
επικά