↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
οἰκιστηρ-
ονομαστική οἰκιστήρ οἱ οἰκιστῆρες
      γενική τοῦ οἰκιστῆρος τῶν οἰκιστήρων
      δοτική τῷ οἰκιστῆρ τοῖς οἰκιστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν οἰκιστῆρ τοὺς οἰκιστῆρᾰς
     κλητική ! οἰκιστήρ οἰκιστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰκιστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  οἰκιστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οἰκιστήρ < οἰκίζω, οἰκισ- + -τήρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οἰκιστήρ αρσενικό

  1. ο αρχηγός των εποίκων, ο επικεφαλής της νέας αποικίας
  2. ο ιδρυτής πόλεως

Συνώνυμα

επεξεργασία