νοικοκυριό
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοικοκυριό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νοικοκυριό < νοικοκυρεύω < νοικοκύρης [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ni.ko.ciɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νοι‐κο‐κυ‐ριό
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοικοκυριό ουδέτερο
- οι καθημερινές εργασίες που είναι απαραίτητες για ένα σπίτι, σε κάποιο σπιτικό (μαγείρεμα, σκούπισμα κ.λπ.)
- ο απαραίτητος εξοπλισμός για ένα σπίτι, σε κάποιο σπιτικό (έπιπλα, σκεύη κ.λπ.)
- (συνεκδοχικά) η οικογένεια που ζει σε ένα σπίτι, σε κάποιο σπιτικό
- (κατ’ επέκταση) η οικονομική και γενικότερη διαχείριση, επιστασία και εποπτεία ενός σπιτικού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις νοικοκύρης, οίκος και κύριος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοικοκυριό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νοικοκυριό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας