σπιτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spi.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐τι‐κό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιτικό | τα | σπιτικά |
γενική | του | σπιτικού | των | σπιτικών |
αιτιατική | το | σπιτικό | τα | σπιτικά |
κλητική | σπιτικό | σπιτικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπιτικό < ονομαστική ενικού ουδετέρου σπιτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπιτικό ουδέτερο
- (προφορικό) το σπίτι ως μέρος που μένει η οικογένεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασπιτικό