Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἴκισις < οἰκίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οἴκισις αρσενικό

  1. η αποίκιση
  2. η κατάληψη από εποίκους