Ετυμολογία

επεξεργασία
οἰκωφελία < οἰκωφελής < οἶκος + ὀφέλλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οἰκωφελία

  • η επιμέλεια του οίκου

Συγγενικά

επεξεργασία