Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γηροκομεῖον τὰ γηροκομεῖ
      γενική τοῦ γηροκομείου τῶν γηροκομείων
      δοτική τῷ γηροκομεί τοῖς γηροκομείοις
    αιτιατική τὸ γηροκομεῖον τὰ γηροκομεῖ
     κλητική ! γηροκομεῖον γηροκομεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γηροκομείω
γεν-δοτ τοῖν  γηροκομείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γηροκομεῖον < γηρο- + -κομεῖον < γηροκόμος, γηροκομέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γηροκομεῖον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία