Δείτε επίσης: γηροκομείο
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γηροκομεῖον τὰ γηροκομεῖ
      γενική τοῦ γηροκομείου τῶν γηροκομείων
      δοτική τῷ γηροκομεί τοῖς γηροκομείοις
    αιτιατική τὸ γηροκομεῖον τὰ γηροκομεῖ
     κλητική ! γηροκομεῖον γηροκομεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γηροκομείω
γεν-δοτ τοῖν  γηροκομείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γηροκομεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία