γηροκομεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γηροκομεῖον | τὰ | γηροκομεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | γηροκομείου | τῶν | γηροκομείων | ||||
δοτική | τῷ | γηροκομείῳ | τοῖς | γηροκομείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | γηροκομεῖον | τὰ | γηροκομεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | γηροκομεῖον | γηροκομεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γηροκομείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | γηροκομείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γηροκομεῖον (ελληνιστική κοινή) < γηρο- + -κομεῖον < γηροκόμος, γηροκομέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγηροκομεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- γηροκομείο, φιλανθρωπικό ίδρυμα για γέροντες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γηροκομεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.