Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδρυματικός η ιδρυματική το ιδρυματικό
      γενική του ιδρυματικού της ιδρυματικής του ιδρυματικού
    αιτιατική τον ιδρυματικό την ιδρυματική το ιδρυματικό
     κλητική ιδρυματικέ ιδρυματική ιδρυματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδρυματικοί οι ιδρυματικές τα ιδρυματικά
      γενική των ιδρυματικών των ιδρυματικών των ιδρυματικών
    αιτιατική τους ιδρυματικούς τις ιδρυματικές τα ιδρυματικά
     κλητική ιδρυματικοί ιδρυματικές ιδρυματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδρυματικός < ίδρυμα + -ικός < αρχαία ελληνική ἵδρυμα < ἱδρύω < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed-ye- < *sed- (κάθομαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðɾi.ma.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

ιδρυματικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία