Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fondation fondations

fondation (fr) θηλυκό

  1. το θεμέλιο
  2. η ίδρυση
  3. η θεμελίωση