Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεμελίωση οι θεμελιώσεις
      γενική της θεμελίωσης* των θεμελιώσεων
    αιτιατική τη θεμελίωση τις θεμελιώσεις
     κλητική θεμελίωση θεμελιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεμελιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεμελίωση < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θεμελίωσις[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.meˈli.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐με‐λί‐ω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεμελίωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία