Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεμελίωσῐς αἱ θεμελιώσεις
      γενική τῆς θεμελιώσεως τῶν θεμελιώσεων
      δοτική τῇ θεμελιώσει ταῖς θεμελιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θεμελίωσῐν τὰς θεμελιώσεις
     κλητική ! θεμελίωσῐ θεμελιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεμελιώσει
γεν-δοτ τοῖν  θεμελιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεμελίωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θεμελι(όω) / (ῶ) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεμελίωσις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία