θεμελίωσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θεμελίωσῐς | αἱ | θεμελιώσεις | ||||
γενική | τῆς | θεμελιώσεως | τῶν | θεμελιώσεων | ||||
δοτική | τῇ | θεμελιώσει | ταῖς | θεμελιώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | θεμελίωσῐν | τὰς | θεμελιώσεις | ||||
κλητική ὦ! | θεμελίωσῐ | θεμελιώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεμελιώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θεμελιωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεμελίωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θεμελι(όω) / (ῶ) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεμελίωσις θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- θεμελίωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.