Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
université universités

université (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • université d'été : πανεπιστημιακό πρόγραμμα που λαμβάνει χώρα κατά τις διακοπές του καλοκαιριού
  • université populaire : σωματείο που αναλαμβάνει την κατάρτιση των ενηλίκων των λαϊκών τάξεων

Συγγενικά

επεξεργασία