πανδιδακτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανδιδακτήριο < ελληνιστική πανδιδακτήριον < παν + διδάσκω + -τήριον ((μεταφραστικό δάνειο) (λατινικά) universitas)
- Λέξη που πλάσθηκε γύρω στο 1800 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 762)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπανδιδακτήριο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πανδιδακτήριο στη Βικιπαίδεια (όπου λανθασμένα αναφέρεται πως έτσι λεγόταν ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Κωνσταντινούπολη ή την Μαγναύρα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανδιδακτήριο
|