Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανδιδακτήριο τα πανδιδακτήρια
      γενική του πανδιδακτηρίου
πανδιδακτήριου
των πανδιδακτηρίων
    αιτιατική το πανδιδακτήριο τα πανδιδακτήρια
     κλητική πανδιδακτήριο πανδιδακτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανδιδακτήριο < ελληνιστική πανδιδακτήριον < παν + διδάσκω + -τήριον ((μεταφραστικό δάνειο) (λατινικά) universitas)
Λέξη που πλάσθηκε γύρω στο 1800 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 762)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.nði.ðaˈkti.ɾi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανδιδακτήριο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία