import
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
import | imports |
import (en)
- η εισαγωγή
- το εισαγόμενο προϊόν
- η σημαντικότητα, η σημασία (με την έννοια σημαντικότητα), το ειδικό βάρος, το πόσο σημαντικό είναι κάτι
- το νόημα που έχει κάτι, η σημασία (με την έννοια νόημα)
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | import |
γ΄ ενικό ενεστώτα | imports |
αόριστος | imported |
παθητική μετοχή | imported |
ενεργητική μετοχή | importing |
import (en)