Δείτε επίσης: Import

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

import (en)

  1. η εισαγωγή
  2. το εισαγόμενο προϊόν
  3. η σημαντικότητα, η σημασία (με την έννοια σημαντικότητα), το ειδικό βάρος, το πόσο σημαντικό είναι κάτι
     συνώνυμα: importance
  4. το νόημα που έχει κάτι, η σημασία (με την έννοια νόημα)

  Ρήμα επεξεργασία

import (en)

  1. εισάγω
  2. σημαίνω (όχι τόσο συνηθισμένο πια με αυτή την έννοια ειδικά στον προφορικό λόγο)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
import imports

import (fr) αρσενικό

  1. η εισαγωγή



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

import (ro) ουδέτερο

  1. εισαγωγή