Import
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Import | die | Importe |
γενική | des | Imports Importes |
der | Importe |
δοτική | dem | Import Importe |
den | Importen |
αιτιατική | den | Import | die | Importe |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαImport (de) αρσενικό