σημαντικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σημαντικότητα < σημαντικ(ός)[1] + -ότητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.man.diˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μα‐ντι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασημαντικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του σημαντικού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σημαντικότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)