constitution
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
constitution | constitutions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconstitution (en)
- η σύνθεση, η σύσταση, η συγκρότηση, (δημιουργία ενός πράγματος)
- (νομικός όρος) το σύνταγμα (ο θεμελιώδης νόμος ενός κράτους)
- η γενική κατάσταση της υγείας κάποιου
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconstitution (fr) θηλυκό
- (νομικός όρος) το σύνταγμα
- η σύσταση
- η σύνθεση
- η συγκρότηση
- η κράση