costituzione
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
costituzione | costituzioni |
Ουσιαστικό επεξεργασία
costituzione (it) θηλυκό
- (νομικός όρος) το σύνταγμα
- η σύσταση
- η σύνθεση
ενικός | πληθυντικός |
costituzione | costituzioni |
costituzione (it) θηλυκό