ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκρότησῐς αἱ συγκροτήσεις
      γενική τῆς συγκροτήσεως τῶν συγκροτήσεων
      δοτική τῇ συγκροτήσει ταῖς συγκροτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συγκρότησῐν τὰς συγκροτήσεις
     κλητική ! συγκρότησῐ συγκροτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συγκροτήσει
γεν-δοτ τοῖν  συγκροτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκρότησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συγκροτέω / συγκροτῶ, συγκροτη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + κρότησις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκρότησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)