ριζοσπαστισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ριζοσπαστισμός < ριζοσπάστης + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radicalisme)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαριζοσπαστισμός αρσενικό
- η προσπάθεια ρήξης με το παρελθόν και το κατεστημένο και η προώθηση ριζικών αλλαγών στην κοινωνία, την πολιτική κ.α. με αποφασιστικές μεθόδους
- αδιάλλακτη και ανυποχώρητη στάση και πρακτική
- εξτρεμισμός
- (φιλοσοφία)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ριζοσπάστης, ρίζα και σπάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ριζοσπαστισμός