ριζικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ριζικός | η | ριζική | το | ριζικό |
γενική | του | ριζικού | της | ριζικής | του | ριζικού |
αιτιατική | τον | ριζικό | τη | ριζική | το | ριζικό |
κλητική | ριζικέ | ριζική | ριζικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ριζικοί | οι | ριζικές | τα | ριζικά |
γενική | των | ριζικών | των | ριζικών | των | ριζικών |
αιτιατική | τους | ριζικούς | τις | ριζικές | τα | ριζικά |
κλητική | ριζικοί | ριζικές | ριζικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ριζικός < (ελληνιστική κοινή) ῥιζικός < αρχαία ελληνική ῥίζα
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαριζικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη ρίζα, αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή
- (μεταφορικά) ολοκληρωτικός, εκ βάθρων, πλήρης