Ετυμολογία

επεξεργασία
ριζοσπαστικοποιώ < ριζοσπαστικός + -ποιώ

ριζοσπαστικοποιώ (παθητική φωνή: ριζοσπαστικοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία