κινέζικα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κινέζικα < κινέζικος, στον πληθυντικό του ουδέτερου
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κινέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και κινεζικά
- → δείτε τη λέξη κινεζικά η κινεζική γλώσσα, γλώσσα που μιλιέται στην Κίνα
- (μεταφορικά) τα ακαταλαβίστικα, τα αλαμπουρνέζικα
- εμένα αυτά μου φαίνονται κινέζικα
- προϊόντα μαϊμού, φτηνά προϊόντα, προϊόντα που δεν πληρούν τους ευρωπαϊκούς νόμους (νομοθετημένους κανόνες) περί ασφάλειας
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κινέζικα
→ δείτε τη λέξη κινεζικά |