κινέζικος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κινέζικος < Κινέζος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κινέζικος, -η, -ο και κινεζικός
- που προέρχεται από την Κίνα ή αναφέρεται στο λαό της, στη γλώσσα και τον πολιτισμό της
κινέζικος, -η, -ο και κινεζικός