κινέζικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈne.zi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νέ‐ζι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίακινέζικος, -η, -ο
- που προέρχεται από την Κίνα ή αναφέρεται στον λαό της, στη γλώσσα και στον πολιτισμό της
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κινέζικος