korzeń
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkorzeń (pl) αρσενικό
- η ρίζα με τις έννοιες:
- (βοτανική) τμήμα φυτών
- (ανατομία) τμήμα οργάνου
- (μεταφορικά) η προέλευση
Εκφράσεις
επεξεργασία- powrót do korzeni/wracać do korzeni - επιστροφή στις ρίζες/επιστρέφω στις ρίζες