Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pierwiastek (pl) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) ρίζα (αριθμού ή συνάρτησης ή εξίσωσης)
  2. (χημεία) στοιχείο