↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριζωμένος η ριζωμένη το ριζωμένο
      γενική του ριζωμένου της ριζωμένης του ριζωμένου
    αιτιατική τον ριζωμένο τη ριζωμένη το ριζωμένο
     κλητική ριζωμένε ριζωμένη ριζωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριζωμένοι οι ριζωμένες τα ριζωμένα
      γενική των ριζωμένων των ριζωμένων των ριζωμένων
    αιτιατική τους ριζωμένους τις ριζωμένες τα ριζωμένα
     κλητική ριζωμένοι ριζωμένες ριζωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριζωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ριζώνω

ριζωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία