-λη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -λη | αἱ | -λαι |
γενική | τῆς | -λης | τῶν | -λῶν |
δοτική | τῇ | -λῃ | ταῖς | -λαις |
αιτιατική | τὴν | -λην | τὰς | -λᾱς |
κλητική ὦ! | -λη | -λαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -λᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -λαιν | ||
1η κλίση όπως «γνώμη» | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -λη < → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα
επεξεργασία-λη θηλυκό
- παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -λη στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -λη @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- s.v. «τρώγλη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.