περιγραφικό γνώρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιγραφικό γνώρισμα < → δείτε τις λέξεις περιγραφικός και γνώρισμα
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπεριγραφικό γνώρισμα
- (βάσεις δεδομένων), (για σχεσιακό μοντέλο / σχεσιακή βάση δεδομένων) το γνώρισμα (attribute) / η στήλη (column) σε σχέση / πίνακα που δεν είναι υποψήφιο κλειδί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιγραφικό γνώρισμα