Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
entité entités

entité (fr) θηλυκό

  1. η οντότητα
  2. η αφηρημένη έννοια