σχετικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχετικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχετικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε σχετικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίασχετικώς
Πηγές
επεξεργασία- σχετικός, σχετικώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας