correlation
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- correlation < μεσογαλλικά: corrélation < cor- "μαζί" (com-) + relation)[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɒɹəˈleɪʃən/ (βρετανική)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Συνώνυμα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ correlation - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)