Δείτε επίσης: ἀπόπλυσις, απόπλυμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόπλυση οι αποπλύσεις
      γενική της απόπλυσης* των αποπλύσεων
    αιτιατική την απόπλυση τις αποπλύσεις
     κλητική απόπλυση αποπλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόπλυση < αποπλύνω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόπλυση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία