απόπλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόπλυση | οι | αποπλύσεις |
γενική | της | απόπλυσης* | των | αποπλύσεων |
αιτιατική | την | απόπλυση | τις | αποπλύσεις |
κλητική | απόπλυση | αποπλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπόπλυση θηλυκό
- (γεωλογία) η μεταφορά (με τη συνδρομή της βροχής) από τα ανώτερα σε κατώτερα στρώματα του εδάφους διαφόρων ευδιάλυτων ουσιών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απόπλυση