σαμπουάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαμπουάν < (άμεσο δάνειο) γαλλική shampooing < αγγλική shampooing < shampoo < χίντι चाँपो < चाँपना (πιέζω, μαλάσσω) < σανσκριτική चपयति
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sam.puˈan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαμ‐που‐άν
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαμπουάν ουδέτερο άκλιτο
- παχύρρευστο σαπούνι για το λούσιμο των μαλλιών
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαμπουάν
Πηγές
επεξεργασία- σαμπουάν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σαμπουάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας