Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shampoo shampoos

shampoo (en)

ενεστώτας shampoo
γ΄ ενικό ενεστώτα shampoos
αόριστος shampooed
παθητική μετοχή shampooed
ενεργητική μετοχή shampooing

shampoo (en)