Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενοπλένω < ξένο και πλένω

  Ρήμα επεξεργασία

ξενοπλένω

  1. εργάζομαι ως πλύστρα
  2. αναγκάζομαι να πλένω τα ρούχα ξένων νοικοκυριών για να στηρίξω την οικογένειά μου ή γενικά για να επιβιώσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία