ξενοπλένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξενοπλένω
- εργάζομαι ως πλύστρα
- αναγκάζομαι να πλένω τα ρούχα ξένων νοικοκυριών για να στηρίξω την οικογένειά μου ή γενικά για να επιβιώσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενοπλένω
|