Ουσιαστικό

επεξεργασία

cleaning (en) (μη μετρήσιμο)

  • το καθάρισμα, η ενέργεια του να καθαρίζω
    ⮡  dry/chemical cleaning - στεγνό/χημικό καθάρισμα
    ⮡  The floor needs a good/thorough cleaning.
    Το πάτωμα θέλει καλό/γερό καθάρισμα.
    ⮡  a car window cleaning device with a handle - καθαριστήρας τζαμιών αυτοκινήτου με χειρολαβή

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

cleaning (en)