Δείτε επίσης: πλύσιμο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πλύσιμον τὰ πλύσιμ
      γενική τοῦ πλυσίμου τῶν πλυσίμων
      δοτική τῷ πλυσίμ τοῖς πλυσίμοις
    αιτιατική τὸ πλύσιμον τὰ πλύσιμ
     κλητική ! πλύσιμον πλύσιμ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλυσίμω
γεν-δοτ τοῖν  πλυσίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλύσιμον < αρχαία ελληνική πλύνω + -ιμον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλῠ́σῐμον ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) πλυσταριό
  2. (ελληνιστική κοινή) αμοιβή για το πλύσιμο