πλύσιμον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πλύσιμον | τὰ | πλύσιμᾰ |
γενική | τοῦ | πλυσίμου | τῶν | πλυσίμων |
δοτική | τῷ | πλυσίμῳ | τοῖς | πλυσίμοις |
αιτιατική | τὸ | πλύσιμον | τὰ | πλύσιμᾰ |
κλητική ὦ! | πλύσιμον | πλύσιμᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλυσίμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλυσίμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλύσιμον < αρχαία ελληνική πλύνω + -ιμον
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλῠ́σῐμον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) πλυσταριό
- (ελληνιστική κοινή) αμοιβή για το πλύσιμο
Πηγές επεξεργασία
- πλύσιμον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.