Ετυμολογία

επεξεργασία
balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

balneum (la) ουδέτερο

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική balneum balnea
γενική balneī balneōrum
δοτική balneō balneīs
αιτιατική balneum balnea
κλητική balneum balnea
αφαιρετική balneō balneīs
(β' κλίση)

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • ο πληθυντικός κλίνεται και κατά το θηλυκό
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
balneae
γενική
-
balneārum
δοτική
-
balneīs
αιτιατική
-
balneās
κλητική
-
balneae
αφαιρετική
-
balneīs
(α' κλίση)