balineum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbalineum (la) ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balineum | balinea |
γενική | balineī | balineōrum |
δοτική | balineō | balineīs |
αιτιατική | balineum | balinea |
κλητική | balineum | balinea |
αφαιρετική | balineō | balineīs |
Σημειώσεις
επεξεργασία- ο πληθυντικός κλίνεται και κατά το θηλυκό
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balineae | |
γενική | balineārum | |
δοτική | balineīs | |
αιτιατική | balineās | |
κλητική | balineae | |
αφαιρετική | balineīs | |