bathe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bathe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bathes |
αόριστος | bathed |
παθητική μετοχή | bathed |
ενεργητική μετοχή | bathing |
Ρήμα
επεξεργασίαbathe (en)
- (μεταβατικό) μπανιαρίζω, μπανιάρω
- ↪ She bathed the baby.
- Έκανε μπάνιο στο μωρό.
- ↪ She bathed the baby.
- (αμετάβατο) κάνω μπάνιο (στη μπανιέρα)
- (μεταβατικό, λογοτεχνικό) λούζω
- ↪ The room was bathed in moonlight.
- Το δωμάτιο ήταν λουσμένο στο φως.
- ↪ The room was bathed in moonlight.