ενεστώτας bathe
γ΄ ενικό ενεστώτα bathes
αόριστος bathed
παθητική μετοχή bathed
ενεργητική μετοχή bathing

bathe (en)

  1. (μεταβατικό) μπανιαρίζω, μπανιάρω
    She bathed the baby.
    Έκανε μπάνιο στο μωρό.
  2. (αμετάβατο) κάνω μπάνιο (στη μπανιέρα)
  3. (μεταβατικό, λογοτεχνικό) λούζω
    The room was bathed in moonlight.
    Το δωμάτιο ήταν λουσμένο στο φως.

Συγγενικά

επεξεργασία